- παρορατικός
- παρορ-ᾱτικός, ή, όν,A apt to overlook,
τοῦ συμφέροντος Plu.2.716b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ συμφέροντος Plu.2.716b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρορατικός — ή, όν, Α [παρορώ] αυτός που έχει την τάση να παραβλέπει, να μην προσέχει όσο πρέπει («παρορατικοὺς τοῡ συμφέροντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παρορατικούς — παρορατικός apt to overlook masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορατικήν — παρορατικός apt to overlook fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)